Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvenatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [venaˈtura] 1 νεύρωση φτερού εντόμου 2 νεύρωση φύλλου 3 νερά (μαρμάρου ή πετρώματος ή ξύλου) 4 φλεβικό σύστημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |