Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


venàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [veˈnato]

1 με φλέβες
2 φλεβώδης
3 με απόχρωση
4 με νερά (μάρμαρο)
5 με σχέδια σαν φλέβες
6 με σχήματα σαν νευρώσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  venare venatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veltro (ουσ αρσ )
vena (θηλ.ουσ)
venale (επίθ.)
venalità (θηλ.ουσ)
venare (ρ. μτβ.)
venato (επίθ.)
venatorio (επίθ.)
venatura (θηλ.ουσ)
vendemmia (θηλ.ουσ)
vendemmiabile (επίθ.)
vendemmiaio (ουσ αρσ )
vendemmiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vendemmiatore (ουσ αρσ )
vendere (ρ. μτβ.)
vendersi (ρ.μ. (αντων.))
vendereccio (επίθ.)
vendesi (ουσ αρσ )
vendetta (θηλ.ουσ)
vendeuse (θηλ.ουσ)
vendibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---