Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


venàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [veˈnale]

1 φιλοχρήματος
2 πουλημένος
3 μίσθαρνος
4 που μπορεί να πουληθεί
5 για πούλημα
6 μισθοφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vena venalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

velocità (θηλ.ουσ)
velocrespo (ουσ αρσ )
velours (ουσ αρσ )
veltro (ουσ αρσ )
vena (θηλ.ουσ)
venale (επίθ.)
venalità (θηλ.ουσ)
venare (ρ. μτβ.)
venato (επίθ.)
venatorio (επίθ.)
venatura (θηλ.ουσ)
vendemmia (θηλ.ουσ)
vendemmiabile (επίθ.)
vendemmiaio (ουσ αρσ )
vendemmiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vendemmiatore (ουσ αρσ )
vendere (ρ. μτβ.)
vendersi (ρ.μ. (αντων.))
vendereccio (επίθ.)
vendesi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---