Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


velocità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [veloʧiˈta]

η ταχύτητα, η γρηγοράδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  velocista velocrespo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


eccesso [αρσ.] di velocità = η υπέρβαση ταχύτητα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

velocemente (επίρ.)
velocipede (αρσ. επίθ και ουσ)
velocipedista (ουσ αρσ και θηλ.)
velocipedistico (επίθ.)
velocista (ουσ αρσ και θηλ.)
velocità (θηλ.ουσ)
velocrespo (ουσ αρσ )
velours (ουσ αρσ )
veltro (ουσ αρσ )
vena (θηλ.ουσ)
venale (επίθ.)
venalità (θηλ.ουσ)
venare (ρ. μτβ.)
venato (επίθ.)
venatorio (επίθ.)
venatura (θηλ.ουσ)
vendemmia (θηλ.ουσ)
vendemmiabile (επίθ.)
vendemmiaio (ουσ αρσ )
vendemmiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---