Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vendicatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vendikaˈtivo]

1 φιλέκδικος
2 κατεχόμενος από την επιθυμία εκδίκησης
3 εκδικητικός
4 μνησίκακος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vendicarsi vendicatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vendeuse (θηλ.ουσ)
vendibile (επίθ.)
vendicabile (επίθ.)
vendicare (ρ. μτβ.)
vendicarsi (ρ.μ. (αντων.))
vendicativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vendicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vendifumo (ουσ αρσ και θηλ.)
vendita (θηλ.ουσ)
venditore (αρσ. επίθ και ουσ)
venduto (ουσ αρσ )
venduto (επίθ.)
veneficio (ουσ αρσ )
venefico (αρσ. επίθ και ουσ)
venerabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
venerabilità (θηλ.ουσ)
venerabilmente (επίρ.)
venerando (επίθ.)
venerare (ρ. μτβ.)
venerazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---