Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvendùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [venˈduto] 1 πουλημένος άνθρωπος 2 πουλημένο αγαθό vendùto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [venˈduto] 1 εξωνημένος 2 διεφθαρμένος 3 πουλημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |