Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


véndita  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvendita]

η πώληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vendifumo venditore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere in vendita = πωλείται || vendita [θηλ.] al dettaglio = η λιανική πώληση || vendita [θηλ.] al minuto = η λιανική πώληση || vendita [θηλ.] all'asta = η πώληση με πλειστηριασμό || vendita [θηλ.] all'ingrosso = η χονδρική πώληση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vendicare (ρ. μτβ.)
vendicarsi (ρ.μ. (αντων.))
vendicativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vendicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vendifumo (ουσ αρσ και θηλ.)
vendita (θηλ.ουσ)
venditore (αρσ. επίθ και ουσ)
venduto (ουσ αρσ )
venduto (επίθ.)
veneficio (ουσ αρσ )
venefico (αρσ. επίθ και ουσ)
venerabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
venerabilità (θηλ.ουσ)
venerabilmente (επίρ.)
venerando (επίθ.)
venerare (ρ. μτβ.)
venerazione (θηλ.ουσ)
venerdì (ουσ αρσ )
venere (θηλ.ουσ)
venereo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---