Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛllo]

1 έριο
2 προβιά
3 δέρας
4 μηλωτή
5 τρίχωμα
6 μαλλί
7 χνούδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vellicazione velloso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

velleitario (επίθ.)
velleitarismo (ουσ αρσ )
vellicamento (ουσ αρσ )
vellicare (ρ. μτβ.)
vellicazione (θηλ.ουσ)
vello (ουσ αρσ )
velloso (επίθ.)
vellutare (ρ. μτβ.)
vellutato (επίθ.)
vellutatrice (θηλ.ουσ)
vellutino (ουσ αρσ )
velluto (ουσ αρσ )
velo (ουσ αρσ )
veloce (επίθ.)
velocemente (επίρ.)
velocipede (αρσ. επίθ και ουσ)
velocipedista (ουσ αρσ και θηλ.)
velocipedistico (επίθ.)
velocista (ουσ αρσ και θηλ.)
velocità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---