Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛllo] 1 έριο 2 προβιά 3 δέρας 4 μηλωτή 5 τρίχωμα 6 μαλλί 7 χνούδι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |