Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


velleitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [velleiˈtarjo]

ελπίζων στοχαστής

velleitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [velleiˈtarjo]

1 μεγαλομανής
2 μεγαλεπήβολος
3 υπερβολικά φιλόδοξος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  velleità velleitarismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

velismo (ουσ αρσ )
velista (ουσ αρσ και θηλ.)
Veliti (κύρ.όν. αρσ.)
velivolo (αρσ. επίθ και ουσ)
velleità (θηλ.ουσ)
velleitario (ουσ αρσ )
velleitario (επίθ.)
velleitarismo (ουσ αρσ )
vellicamento (ουσ αρσ )
vellicare (ρ. μτβ.)
vellicazione (θηλ.ουσ)
vello (ουσ αρσ )
velloso (επίθ.)
vellutare (ρ. μτβ.)
vellutato (επίθ.)
vellutatrice (θηλ.ουσ)
vellutino (ουσ αρσ )
velluto (ουσ αρσ )
velo (ουσ αρσ )
veloce (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---