ItalianoGreco


velleità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [velleiˈta]

1 βλακώδης φιλοδοξία
2 προτίμηση
3 ελάχιστη επιθυμία
4 ασθενής βούληση
5 ελαφρά έφεση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---