Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


velìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [veˈlina]

1 δελτίο τύπου
2 σύντομη δημόσια ανακοίνωση
3 αντίγραφο από καρμπόν
4 λεπτό απορροφητικό χαρτί
5 λεπτό χαρτί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  velificio velismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veleria (θηλ.ουσ)
veletta (θηλ.ουσ)
velico (επίθ.)
veliero (ουσ αρσ )
velificio (ουσ αρσ )
velina (θηλ.ουσ)
velismo (ουσ αρσ )
velista (ουσ αρσ και θηλ.)
Veliti (κύρ.όν. αρσ.)
velivolo (αρσ. επίθ και ουσ)
velleità (θηλ.ουσ)
velleitario (ουσ αρσ )
velleitario (επίθ.)
velleitarismo (ουσ αρσ )
vellicamento (ουσ αρσ )
vellicare (ρ. μτβ.)
vellicazione (θηλ.ουσ)
vello (ουσ αρσ )
velloso (επίθ.)
vellutare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---