Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


velétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [veˈletta]

1 καπέλο με βέλο
2 καπέλο με πέπλο
3 σκοπιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veleria velico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

velenifero (επίθ.)
veleno (ουσ αρσ )
velenosità (θηλ.ουσ)
velenoso (επίθ.)
veleria (θηλ.ουσ)
veletta (θηλ.ουσ)
velico (επίθ.)
veliero (ουσ αρσ )
velificio (ουσ αρσ )
velina (θηλ.ουσ)
velismo (ουσ αρσ )
velista (ουσ αρσ και θηλ.)
Veliti (κύρ.όν. αρσ.)
velivolo (αρσ. επίθ και ουσ)
velleità (θηλ.ουσ)
velleitario (ουσ αρσ )
velleitario (επίθ.)
velleitarismo (ουσ αρσ )
vellicamento (ουσ αρσ )
vellicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---