Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


velenóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [veleˈnoso], [veleˈnozo]

φαρμακερός (-ή, -ό), δηλητηριώδης (-ης, -ες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  velenosità veleria  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fungo [αρσ.] velenoso = το δηλητηριώδες μανιτάρι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
veleggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
velenifero (επίθ.)
veleno (ουσ αρσ )
velenosità (θηλ.ουσ)
velenoso (επίθ.)
veleria (θηλ.ουσ)
veletta (θηλ.ουσ)
velico (επίθ.)
veliero (ουσ αρσ )
velificio (ουσ αρσ )
velina (θηλ.ουσ)
velismo (ουσ αρσ )
velista (ουσ αρσ και θηλ.)
Veliti (κύρ.όν. αρσ.)
velivolo (αρσ. επίθ και ουσ)
velleità (θηλ.ουσ)
velleitario (ουσ αρσ )
velleitario (επίθ.)
velleitarismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---