Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvelàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [veˈlato] 1 βουρκωμένος 2 συγκαλυμμένος 3 βραχνιασμένος 4 αμυδρός 5 καλυμμένος 6 καλυμμένος με πέπλο 7 θολός 8 ασαφής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |