velatùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [velaˈtura]
1 περιορισμός του φωτός
2 πέπλο
3 κάλυψη με λείο λεπτό στρώμα πάγου
4 κάλυψη με ομίχλη
5 πανιά ιστιοφόρου
6 ιστιοφορία
7 κάλυψη με πέπλο
8 επιφάνεια ανύψωσης ανεμοπτέρου
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [velaˈtura]
1 περιορισμός του φωτός
2 πέπλο
3 κάλυψη με λείο λεπτό στρώμα πάγου
4 κάλυψη με ομίχλη
5 πανιά ιστιοφόρου
6 ιστιοφορία
7 κάλυψη με πέπλο
8 επιφάνεια ανύψωσης ανεμοπτέρου
permalink
velatura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android