Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vegetàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [veʤeˈtale]

το φυτό

vegetàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [veʤeˈtale]

φυτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veemenza vegetare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veduta (θηλ.ουσ)
vedutismo (ουσ αρσ )
vedutista (ουσ αρσ και θηλ.)
veemente (επίθ.)
veemenza (θηλ.ουσ)
vegetale (ουσ αρσ )
vegetale (επίθ.)
vegetare (ρ.αμτβ.)
vegetarianismo (ουσ αρσ )
vegetariano (αρσ. επίθ και ουσ)
vegetativo (επίθ.)
vegetazionale (επίθ.)
vegetazione (θηλ.ουσ)
vegeto (επίθ.)
vegetominerale, vegeto–minerale (επίθ.)
veggente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veggenza (θηλ.ουσ)
veglia (θηλ.ουσ)
vegliardo (ουσ αρσ )
vegliare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---