Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vegetarianìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [veʤetarjaˈnizmo]

1 διατροφή μόνο με φυτικές ουσίες
2 χορτοφαγία
3 φυτοφαγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vegetare vegetariano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veemente (επίθ.)
veemenza (θηλ.ουσ)
vegetale (ουσ αρσ )
vegetale (επίθ.)
vegetare (ρ.αμτβ.)
vegetarianismo (ουσ αρσ )
vegetariano (αρσ. επίθ και ουσ)
vegetativo (επίθ.)
vegetazionale (επίθ.)
vegetazione (θηλ.ουσ)
vegeto (επίθ.)
vegetominerale, vegeto–minerale (επίθ.)
veggente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
veggenza (θηλ.ουσ)
veglia (θηλ.ουσ)
vegliardo (ουσ αρσ )
vegliare (ρ.αμτβ.)
vegliare (ρ. μτβ.)
veglione (ουσ αρσ )
veicolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---