Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


védovo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvedovo]

ο χήρος

védovo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvedovo]

1 στερημένος
2 έρημος
3 χηρευάμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vedovile vedretta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vedova (θηλ.ουσ)
vedovanza (θηλ.ουσ)
vedovare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vedovile (ουσ αρσ )
vedovile (επίθ.)
vedovo (ουσ αρσ )
vedovo (επίθ.)
vedretta (θηλ.ουσ)
veduta (θηλ.ουσ)
vedutismo (ουσ αρσ )
vedutista (ουσ αρσ και θηλ.)
veemente (επίθ.)
veemenza (θηλ.ουσ)
vegetale (ουσ αρσ )
vegetale (επίθ.)
vegetare (ρ.αμτβ.)
vegetarianismo (ουσ αρσ )
vegetariano (αρσ. επίθ και ουσ)
vegetativo (επίθ.)
vegetazionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---