Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vèdico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛdiko]

ο της βέδας (ιερό βιβλίο ινδουιστών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vedette vedova  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vedente (αρσ. επίθ και ουσ)
vedere (ρ. μτβ.)
vedersi (ρ.μ. (αντων.))
vedetta (θηλ.ουσ)
vedette (θηλ.ουσ)
vedico (αρσ. επίθ και ουσ)
vedova (θηλ.ουσ)
vedovanza (θηλ.ουσ)
vedovare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vedovile (ουσ αρσ )
vedovile (επίθ.)
vedovo (ουσ αρσ )
vedovo (επίθ.)
vedretta (θηλ.ουσ)
veduta (θηλ.ουσ)
vedutismo (ουσ αρσ )
vedutista (ουσ αρσ και θηλ.)
veemente (επίθ.)
veemenza (θηλ.ουσ)
vegetale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---