Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvecchiézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vekˈkjettsa] 1 παλαιότητα 2 μεγάλη ηλικία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |