Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvecchierèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vekkjeˈrɛllo] 1 μικρόσωμος και άκακος γέρος 2 παππούλης 3 γερόντιο 4 γεροντάκος 5 γεροντάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |