Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vaticinàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [vatiʧiˈnare]

1 προαναγγέλλω
2 προμηνώ
3 προοιωνίζομαι
4 προμηνύω
5 προφητεύω
6 χρησμοδοτώ
7 προλέγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaticinante vaticinio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vate (ουσ αρσ )
vaticanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vaticano (ουσ αρσ )
vaticano (επίθ.)
vaticinante (επίθ.)
vaticinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaticinio (ουσ αρσ )
vaudeville (ουσ αρσ )
ve (αντων.)
vecchia (θηλ.ουσ)
vecchiaia (θηλ.ουσ)
vecchiardo (ουσ αρσ )
vecchierello (ουσ αρσ )
vecchiezza (θηλ.ουσ)
vecchio (ουσ αρσ )
vecchio (επίθ.)
vecchiotto (επίθ.)
vecchiume (ουσ αρσ )
veccia (θηλ.ουσ)
vecciato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---