Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vàte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvate]

1 βάρδος
2 προφήτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vasto vaticanista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vassallo (επίθ.)
vassoio (ουσ αρσ )
vastamente (επίρ.)
vastità (θηλ.ουσ)
vasto (επίθ.)
vate (ουσ αρσ )
vaticanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vaticano (ουσ αρσ )
vaticano (επίθ.)
vaticinante (επίθ.)
vaticinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaticinio (ουσ αρσ )
vaudeville (ουσ αρσ )
ve (αντων.)
vecchia (θηλ.ουσ)
vecchiaia (θηλ.ουσ)
vecchiardo (ουσ αρσ )
vecchierello (ουσ αρσ )
vecchiezza (θηλ.ουσ)
vecchio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---