ItalianoGreco


vastità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vastiˈta]

1 απεραντοσύνη
2 έκταση μεγάλη
3 χάος
4 απεραντότητα
5 ευρυχωρία
6 ευρύτητα
7 πλατύτητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---