Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vastità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vastiˈta]

1 απεραντοσύνη
2 έκταση μεγάλη
3 χάος
4 απεραντότητα
5 ευρυχωρία
6 ευρύτητα
7 πλατύτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vastamente vasto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vassallatico (αρσ. επίθ και ουσ)
vassallo (ουσ αρσ )
vassallo (επίθ.)
vassoio (ουσ αρσ )
vastamente (επίρ.)
vastità (θηλ.ουσ)
vasto (επίθ.)
vate (ουσ αρσ )
vaticanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vaticano (ουσ αρσ )
vaticano (επίθ.)
vaticinante (επίθ.)
vaticinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaticinio (ουσ αρσ )
vaudeville (ουσ αρσ )
ve (αντων.)
vecchia (θηλ.ουσ)
vecchiaia (θηλ.ουσ)
vecchiardo (ουσ αρσ )
vecchierello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---