Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vassàllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vasˈsallo]

1 είλωτας
2 δούλος
3 υπήκοος
4 υπόδουλος
5 υποτελής
6 δουλοπάροικος φεουδάρχη
7 δουλοπάροικος

vassàllo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vasˈsallo]

1 υποτελής
2 υποταγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vassallatico vassoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vasomotore (επίθ.)
vasomotorio (επίθ.)
vasopressina (θηλ.ουσ)
vassallaggio (ουσ αρσ )
vassallatico (αρσ. επίθ και ουσ)
vassallo (ουσ αρσ )
vassallo (επίθ.)
vassoio (ουσ αρσ )
vastamente (επίρ.)
vastità (θηλ.ουσ)
vasto (επίθ.)
vate (ουσ αρσ )
vaticanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vaticano (ουσ αρσ )
vaticano (επίθ.)
vaticinante (επίθ.)
vaticinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaticinio (ουσ αρσ )
vaudeville (ουσ αρσ )
ve (αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---