ItalianoGreco


vaticàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vatiˈkano]

το Βατικάνο

vaticàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vatiˈkano]

1 ο της παπικής εξουσίας
2 ο του Βατικανού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---