Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vasopressìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vazopresˈsina]

1 βαζοπρεσίνη
2 αντιδιουρητική ορμόνη
3 ορμόνη αύξησης πίεσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vasomotorio vassallaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vasodilatatore (επίθ.)
vasodilatazione (θηλ.ουσ)
vasomotilità (θηλ.ουσ)
vasomotore (επίθ.)
vasomotorio (επίθ.)
vasopressina (θηλ.ουσ)
vassallaggio (ουσ αρσ )
vassallatico (αρσ. επίθ και ουσ)
vassallo (ουσ αρσ )
vassallo (επίθ.)
vassoio (ουσ αρσ )
vastamente (επίρ.)
vastità (θηλ.ουσ)
vasto (επίθ.)
vate (ουσ αρσ )
vaticanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vaticano (ουσ αρσ )
vaticano (επίθ.)
vaticinante (επίθ.)
vaticinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---