Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vasodilatazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,vazodilatatˈtsjone]

αγγειοδιαστολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vasodilatatore vasomotilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vasistas (ουσ αρσ )
vaso (ουσ αρσ )
vasocostrittore (επίθ.)
vasocostrizione (θηλ.ουσ)
vasodilatatore (επίθ.)
vasodilatazione (θηλ.ουσ)
vasomotilità (θηλ.ουσ)
vasomotore (επίθ.)
vasomotorio (επίθ.)
vasopressina (θηλ.ουσ)
vassallaggio (ουσ αρσ )
vassallatico (αρσ. επίθ και ουσ)
vassallo (ουσ αρσ )
vassallo (επίθ.)
vassoio (ουσ αρσ )
vastamente (επίρ.)
vastità (θηλ.ουσ)
vasto (επίθ.)
vate (ουσ αρσ )
vaticanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---