Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvàso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvazo] 1 το αγγείο 2 (per fiori) το βάζο 3 (per piante) η γλάστρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |