Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vasétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈzetto]

βαζάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaseria vasistas  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vascoloso (επίθ.)
vasectomia (θηλ.ουσ)
vaselina (θηλ.ουσ)
vasellame (ουσ αρσ )
vaseria (θηλ.ουσ)
vasetto (ουσ αρσ )
vasistas (ουσ αρσ )
vaso (ουσ αρσ )
vasocostrittore (επίθ.)
vasocostrizione (θηλ.ουσ)
vasodilatatore (επίθ.)
vasodilatazione (θηλ.ουσ)
vasomotilità (θηλ.ουσ)
vasomotore (επίθ.)
vasomotorio (επίθ.)
vasopressina (θηλ.ουσ)
vassallaggio (ουσ αρσ )
vassallatico (αρσ. επίθ και ουσ)
vassallo (ουσ αρσ )
vassallo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---