Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vascolóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vaskoˈloso], [vaskoˈlozo]

1 αγγειώδης
2 αγγειακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vascolo vasectomia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vaschetta (θηλ.ουσ)
vascolare (επίθ.)
vascolarizzato (επίθ.)
vascolarizzazione (θηλ.ουσ)
vascolo (ουσ αρσ )
vascoloso (επίθ.)
vasectomia (θηλ.ουσ)
vaselina (θηλ.ουσ)
vasellame (ουσ αρσ )
vaseria (θηλ.ουσ)
vasetto (ουσ αρσ )
vasistas (ουσ αρσ )
vaso (ουσ αρσ )
vasocostrittore (επίθ.)
vasocostrizione (θηλ.ουσ)
vasodilatatore (επίθ.)
vasodilatazione (θηλ.ουσ)
vasomotilità (θηλ.ουσ)
vasomotore (επίθ.)
vasomotorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---