Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vàsca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvaska]

1 η λεκάνη
2 (da bagno) η μπανιέρα, ο λουτήρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vasale vascello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

varo (επίθ.)
Varsavia (κύρ.όν. θηλ.)
varva (θηλ.ουσ)
vasaio (ουσ αρσ )
vasale (επίθ.)
vasca (θηλ.ουσ)
vascello (ουσ αρσ )
vaschetta (θηλ.ουσ)
vascolare (επίθ.)
vascolarizzato (επίθ.)
vascolarizzazione (θηλ.ουσ)
vascolo (ουσ αρσ )
vascoloso (επίθ.)
vasectomia (θηλ.ουσ)
vaselina (θηλ.ουσ)
vasellame (ουσ αρσ )
vaseria (θηλ.ουσ)
vasetto (ουσ αρσ )
vasistas (ουσ αρσ )
vaso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---