Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvàro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvaro] καθέλκυση vàro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈvaro] ραιβός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |