Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvariòmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vaˈrjɔmetro] 1 βαριόμετρο 2 επαγωγικό σύστημα σύζευξης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |