Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvàrio
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈvarjo] 1 (molteplice) ποικίλος (-η, -ο) 2 (mutevole) ευμετάβλητος (-η, -ο) 3 (diverso) διάφορος (-η, -ο) vàrio αντωνυμία Προσφορά I.P.A.: [ˈvarjo] διάφορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |