Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


varietà  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [varjeˈta]

1 επιθεώρηση (θεατρική)
2 βαριετέ

varietà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [varjeˈta]

η ποικιλία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  variegatura vario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

varice (θηλ.ουσ)
varicella (θηλ.ουσ)
varicocele (ουσ αρσ )
varicoso (επίθ.)
variegatura (θηλ.ουσ)
varietà (ουσ αρσ )
varietà (θηλ.ουσ)
vario (επίθ.)
vario (αντων.)
variografo (ουσ αρσ )
variolato (επίθ.)
variometro (ουσ αρσ )
variopinto (επίθ.)
varismo (ουσ αρσ )
varmetro (ουσ αρσ )
varo (ουσ αρσ )
varo (επίθ.)
Varsavia (κύρ.όν. θηλ.)
varva (θηλ.ουσ)
vasaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---