Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


variolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [varjoˈlato]

βλογιοκομμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  variografo variometro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

varietà (ουσ αρσ )
varietà (θηλ.ουσ)
vario (επίθ.)
vario (αντων.)
variografo (ουσ αρσ )
variolato (επίθ.)
variometro (ουσ αρσ )
variopinto (επίθ.)
varismo (ουσ αρσ )
varmetro (ουσ αρσ )
varo (ουσ αρσ )
varo (επίθ.)
Varsavia (κύρ.όν. θηλ.)
varva (θηλ.ουσ)
vasaio (ουσ αρσ )
vasale (επίθ.)
vasca (θηλ.ουσ)
vascello (ουσ αρσ )
vaschetta (θηλ.ουσ)
vascolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---