Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vasàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈzajo]

1 σταμνάς
2 πηλουργός
3 κεραμιδάς
4 τσουκαλάς
5 πηλοπλάστης
6 κεραμέας
7 κεραμοποιός
8 κανατάς
9 αγγειοπλάστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  varva vasale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

varmetro (ουσ αρσ )
varo (ουσ αρσ )
varo (επίθ.)
Varsavia (κύρ.όν. θηλ.)
varva (θηλ.ουσ)
vasaio (ουσ αρσ )
vasale (επίθ.)
vasca (θηλ.ουσ)
vascello (ουσ αρσ )
vaschetta (θηλ.ουσ)
vascolare (επίθ.)
vascolarizzato (επίθ.)
vascolarizzazione (θηλ.ουσ)
vascolo (ουσ αρσ )
vascoloso (επίθ.)
vasectomia (θηλ.ουσ)
vaselina (θηλ.ουσ)
vasellame (ουσ αρσ )
vaseria (θηλ.ουσ)
vasetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---