ItalianoGreco


vasàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈzajo]

1 σταμνάς
2 πηλουργός
3 κεραμιδάς
4 τσουκαλάς
5 πηλοπλάστης
6 κεραμέας
7 κεραμοποιός
8 κανατάς
9 αγγειοπλάστης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---