vasàio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [vaˈzajo]
1 σταμνάς
2 πηλουργός
3 κεραμιδάς
4 τσουκαλάς
5 πηλοπλάστης
6 κεραμέας
7 κεραμοποιός
8 κανατάς
9 αγγειοπλάστης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [vaˈzajo]
1 σταμνάς
2 πηλουργός
3 κεραμιδάς
4 τσουκαλάς
5 πηλοπλάστης
6 κεραμέας
7 κεραμοποιός
8 κανατάς
9 αγγειοπλάστης
permalink
vasaio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android