Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvascèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vaʃˈʃɛllo] 1 πολεμικό πλοίο 2 πλοίο 3 σκάφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |