Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaricóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [variˈkoso], [variˈkozo] 1 κιρσώδης 2 κιρσογενής 3 αφύσικα πρησμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |