Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


varicocèle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [varikoˈʧɛle]

1 κιρσός φλέβας σπερματικού πόρου
2 κιρσοκήλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  varicella varicoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

variato (αρσ. επίθ και ουσ)
variatore (ουσ αρσ )
variazione (θηλ.ουσ)
varice (θηλ.ουσ)
varicella (θηλ.ουσ)
varicocele (ουσ αρσ )
varicoso (επίθ.)
variegatura (θηλ.ουσ)
varietà (ουσ αρσ )
varietà (θηλ.ουσ)
vario (επίθ.)
vario (αντων.)
variografo (ουσ αρσ )
variolato (επίθ.)
variometro (ουσ αρσ )
variopinto (επίθ.)
varismo (ουσ αρσ )
varmetro (ουσ αρσ )
varo (ουσ αρσ )
varo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---