Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaricocèle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [varikoˈʧɛle] 1 κιρσός φλέβας σπερματικού πόρου 2 κιρσοκήλη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |