Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


variàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈrjato]

1 μεταβληθείς
2 αλλαγμένος
3 διαφορετικός
4 διαφοροποιημένος
5 μεταλλαγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  variare variatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

variabilità (θηλ.ουσ)
variante (θηλ.ουσ)
variante (επίθ.)
varianza (θηλ.ουσ)
variare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
variato (αρσ. επίθ και ουσ)
variatore (ουσ αρσ )
variazione (θηλ.ουσ)
varice (θηλ.ουσ)
varicella (θηλ.ουσ)
varicocele (ουσ αρσ )
varicoso (επίθ.)
variegatura (θηλ.ουσ)
varietà (ουσ αρσ )
varietà (θηλ.ουσ)
vario (επίθ.)
vario (αντων.)
variografo (ουσ αρσ )
variolato (επίθ.)
variometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---