Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


variànte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈrjante]

1 μεταβλητή στατιστικού πειράματος
2 απόκλιση απ'τον μέσο όρο
3 παραλλαγή
4 απόκλιση πυξίδας απ'τον βορρά
5 μεταβλητή τυχαίων τιμών
6 αλλαγή αλγεβρικού σημείου

variànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vaˈrjante]

1 μεταβαλλόμενος
2 μεταβλητός
3 διιστάμενος
4 διαφορετικός
5 διαφέρων
6 διάφορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  variabilità varianza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

varea (θηλ.ουσ)
varechina (θηλ.ουσ)
variabile (θηλ.ουσ)
variabile (επίθ.)
variabilità (θηλ.ουσ)
variante (θηλ.ουσ)
variante (επίθ.)
varianza (θηλ.ουσ)
variare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
variato (αρσ. επίθ και ουσ)
variatore (ουσ αρσ )
variazione (θηλ.ουσ)
varice (θηλ.ουσ)
varicella (θηλ.ουσ)
varicocele (ουσ αρσ )
varicoso (επίθ.)
variegatura (θηλ.ουσ)
varietà (ουσ αρσ )
varietà (θηλ.ουσ)
vario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---