Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stizzosaménte (επίρ.) stoltézza (θηλ.ουσ)
stizzóso (επίθ.) stólto (ουσ αρσ )
stòa (θηλ.ουσ) stòma (ουσ αρσ )
stocàstico (επίθ.) stomacàle (επίθ.)
stoccafìsso (ουσ αρσ ) stomacànte (επίθ.)
stoccàggio (ουσ αρσ ) stomacàre (ρ. μτβ.)
stoccàta (θηλ.ουσ) stomacarsi (ρ.μ. (αντων.))
stoccatóre (ουσ αρσ ) stomacàto (επίθ.)
stòcco (ουσ αρσ ) stomachévole (επίθ.)
stock (ουσ αρσ ) stomàchico (επίθ.)
stòffa (θηλ.ουσ) stòmaco (ουσ αρσ )
stoiàre (ρ. μτβ.) stomàtico (επίθ.)
stoicaménte (επίρ.) stomatìte (θηλ.ουσ)
stoicìsmo (ουσ αρσ ) stomatologìa (θηλ.ουσ)
stòico (αρσ. επίθ και ουσ) stomatològico (επίθ.)
stoìno (ουσ αρσ ) stomatòlogo (ουσ αρσ )
stòla (θηλ.ουσ) stonacàre (ρ. μτβ.)
stolidaménte (επίρ.) stonàre (ρ.αμτβ.)
stolidézza (θηλ.ουσ) stonàre (ρ. μτβ.)
stolidità (θηλ.ουσ) stonàto (αρσ. επίθ και ουσ)
stòlido (ουσ αρσ ) stonatùra (θηλ.ουσ)
stòlido (επίθ.) stòp (ουσ αρσ )
stóllo (ουσ αρσ ) stóppa (θηλ.ουσ)
stolóne (ουσ αρσ ) stoppàccio (ουσ αρσ )
stoltaménte (επίρ.) stoppaccióso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: