Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stonàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [stoˈnare]

1 φαλτσάρω
2 κάνω παραφωνίες
3 τραγουδώ φάλτσα
4 παραφωνώ

stonàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [stoˈnare]

1 εξοργίζω
2 σαστίζω
3 ενοχλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stonacare stonato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stomatite (θηλ.ουσ)
stomatologia (θηλ.ουσ)
stomatologico (επίθ.)
stomatologo (ουσ αρσ )
stonacare (ρ. μτβ.)
stonare (ρ.αμτβ.)
stonare (ρ. μτβ.)
stonato (αρσ. επίθ και ουσ)
stonatura (θηλ.ουσ)
stop (ουσ αρσ )
stoppa (θηλ.ουσ)
stoppaccio (ουσ αρσ )
stoppaccioso (επίθ.)
stoppare (ρ. μτβ.)
stoppata (θηλ.ουσ)
stoppatore (ουσ αρσ )
stoppia (θηλ.ουσ)
stoppino (ουσ αρσ )
stopposo (επίθ.)
storace (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---