Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstonatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stonaˈtura] 1 παρατονία 2 φθόγγος που αρμονικά δε συμφωνεί με τους άλλους 3 κακοφωνία 4 φάλτσο (σε τραγούδι) 5 παραφωνία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |