ItalianoGreco


stòrcere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔrʧere]

στραβώνω

stòrcersi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔrʧersi]

στραμπουλίζω


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


storcere il naso = ξινίζω τα μούτρα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---