Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stòrcere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔrʧere]

στραβώνω

stòrcersi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔrʧersi]

στραμπουλίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  storace storcimento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


storcere il naso = ξινίζω τα μούτρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stoppatore (ουσ αρσ )
stoppia (θηλ.ουσ)
stoppino (ουσ αρσ )
stopposo (επίθ.)
storace (ουσ αρσ )
storcere (ρ. μτβ.)
storcersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
storcimento (ουσ αρσ )
stordimento (ουσ αρσ )
stordire (ρ. μτβ.)
stordirsi (ρ.μ. (αντων.))
storditaggine (θηλ.ουσ)
stordito (αρσ. επίθ και ουσ)
storia (θηλ.ουσ)
storicamente (επίρ.)
storicismo (ουσ αρσ )
storicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
storicistico (επίθ.)
storicità (θηλ.ουσ)
storicizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---