Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


storditàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stordiˈtadʤine]

1 ανοησία
2 βλακώδης πράξη
3 αφροσύνη
4 μωρότητα
5 μωρία
6 αμέλεια
7 αδιαφορία
8 αφροντισιά
9 απροσεξία
10 ολιγωρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stordirsi stordito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

storcersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
storcimento (ουσ αρσ )
stordimento (ουσ αρσ )
stordire (ρ. μτβ.)
stordirsi (ρ.μ. (αντων.))
storditaggine (θηλ.ουσ)
stordito (αρσ. επίθ και ουσ)
storia (θηλ.ουσ)
storicamente (επίρ.)
storicismo (ουσ αρσ )
storicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
storicistico (επίθ.)
storicità (θηλ.ουσ)
storicizzare (ρ. μτβ.)
storicizzazione (θηλ.ουσ)
storico (ουσ αρσ )
storico (επίθ.)
storicocritico (επίθ.)
storiella (θηλ.ουσ)
storiografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---