Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstordiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stordiˈmento] 1 ζάλη 2 ζαλάδα 3 πονοκεφάλιασμα 4 σκότισμα 5 σκοτοδίνη 6 αποβλάκωση 7 φλόμωμα 8 ζαβλάκωμα 9 ξεκούτιασμα 10 κατάπληξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |