Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstordìto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [storˈdito] ζαλισμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |